- ανορθόδοξος
- ανορθόδοξος , -η, -οнеправославный
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κακόδοξος — η, ο (AM κακόδοξος, ον) αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος αρχ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, ψευδό δοξος] … Dictionary of Greek